ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΟΥ
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) αναγνωρίζει συγκεκριμένα δικαιώματα στα ανήλικα άτομα και επιβάλει στα κράτη-μέλη του συγκεκριμένες υποχρεώσεις για την προστασία των παιδιών του κόσμου, ενάντια σε κάθε μορφή διάκρισης ή αυθαιρεσίας. Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού αποτελεί το πληρέστερο κείμενο παιδικής προστασίας και θέτει τις βασικές αρχές προάσπισης των δικαιωμάτων των παιδιών. Το κείμενο της Σύμβασης έχει υπογραφεί από τις περισσότερες χώρες-μέλη του ΟΗΕ. Η Ελλάδα, με το Νόμο 2101 του 1992, επικύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και ανέλαβε τις υποχρεώσεις που αυτή επιβάλει, μέσω της θέσπισης εξειδικευμένων νομοθετημάτων και διοικητικών μέτρων. Στο κείμενο που ακολουθεί μπορείς να ενημερωθείς για τα δικαιώματά σου, όπως ορίζονται από τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ:
Για τους σκοπούς της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, θεωρείται «παιδί» κάθε ον μικρότερο των δεκαοκτώ ετών (άρθρο 1). Τα Συμβαλλόμενα Κράτη (δηλαδή όσα έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση) υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα των παιδιών και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί, ανεξάρτητα από τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του παιδιού ή των γονέων του, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής τους, της οικονομικής τους κατάστασης ή της κατάστασης της υγείας τους. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να παίρνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να προστατεύονται τα παιδιά, ενάντια σε κάθε μορφή διάκρισης (άρθρο 2).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν σε κάθε παιδί την αναγκαία για την ευημερία του προστασία και φροντίδα. Να φροντίζουν για την ασφάλεια και την υγεία των παιδιών και να ελέγχουν τη λειτουργία των οργανισμών, των υπηρεσιών και των ιδρυμάτων που αναλαμβάνουν παιδιά. Στις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά και οι οποίες λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, από δικαστήρια ή διοικητικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται, πρωτίστως, υπόψη το συμφέρον του παιδιού (άρθρο 3).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να παίρνουν όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που θεωρούνται αναγκαία για την εφαρμογή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η Σύμβαση (άρθρο 4).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον που έχουν οι γονείς ή οι νόμιμοι κηδεμόνες του παιδιού να του παράσχουν τις κατάλληλες συμβουλές για την άσκηση των δικαιωμάτων που ορίζει η Σύμβαση (άρθρο 5).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα στη ζωή και μεριμνούν, στο μέτρο του δυνατού, για την επιβίωση και ανάπτυξη όλων των παιδιών (άρθρο 6).
Το κάθε παιδί εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννησή του και από εκείνη τη στιγμή έχει το δικαίωμα ονόματος, το δικαίωμα να αποκτήσει ιθαγένεια και, στο μέτρο του δυνατού, το δικαίωμα να γνωρίζει τους γονείς του και να ανατραφεί από αυτούς (άρθρο 7).
Εάν ένα παιδί στερείται ορισμένα ή όλα τα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητά του, δηλαδή το δικαίωμα ονόματος, ιθαγένειας ή οικογενειακών σχέσεων, τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να του παράσχουν κατάλληλη υποστήριξη και προστασία, ώστε η ταυτότητά του να αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατόν (άρθρο 8).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη μεριμνούν ώστε το παιδί να μην αποχωρίζεται τους γονείς του, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν ότι ο χωρισμός αυτός είναι αναγκαίος για το συμφέρον του παιδιού. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να κριθεί αναγκαία στις περιπτώσεις που οι γονείς κακομεταχειρίζονται ή παραμελούν το παιδί τους. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (γονείς-παιδιά) πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στις διαδικασίες και να γνωστοποιούν τις απόψεις τους. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού που ζει χωριστά από τους γονείς του να διατηρεί προσωπικές σχέσεις και άμεση επαφή μαζί τους, εκτός εάν κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με το συμφέρον του παιδιού (άρθρο 9).
Στο πνεύμα του προηγούμενου άρθρου, κάθε αίτηση από ένα παιδί ή από τους γονείς του για την είσοδο σ' ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή την έξοδο από αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται με ανθρωπισμό και ταχύτητα, ώστε να διευκολύνεται η οικογενειακή επανένωση. Το παιδί του οποίου οι γονείς διαμένουν σε διαφορετικά κράτη, έχει το δικαίωμα να διατηρεί τακτική και άμεση επαφή και με τους δυο γονείς του (άρθρο 10).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν μέτρα ενάντια στις αθέμιτες μετακινήσεις παιδιών στο εξωτερικό και ενάντια στη μη επάνοδό τους (άρθρο 11).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη εγγυώνται στο παιδί το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του, σχετικά με οποιοδήποτε θέμα το αφορά. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άμεσα, είτε μέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρμόδιου οργάνου (άρθρο 12).
Το παιδί έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία αναζήτησης, λήψης και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών οποιουδήποτε είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, υπό μορφή προφορική, γραπτή ή καλλιτεχνική (άρθρο 13).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Οι γονείς ή κηδεμόνες έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να καθοδηγούν το παιδί στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του (άρθρο 14).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν την ελευθερία του παιδιού να συνεταιρίζεται και να συνέρχεται ειρηνικά (άρθρο 15).
Κανένα παιδί δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυθαίρετης ή παράνομης επέμβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ενώ κάθε παιδί προστατεύεται ενάντια σε κάθε μορφή προσβολής της τιμής και της υπόληψής του (άρθρο 16).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν τη σημασία του έργου που επιτελούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και φροντίζουν ώστε το παιδί να έχει πρόσβαση σε εκπαιδευτικό, πληροφοριακό και ενημερωτικό υλικό, που προάγει την κοινωνική, πνευματική και ηθική ευημερία του, καθώς και τη σωματική και πνευματική υγεία του. Αντιθέτως, ευνοούν την επεξεργασία κατάλληλων κατευθυντήριων αρχών για την προστασία του παιδιού από υλικό που βλάπτει την ευημερία του (άρθρο 17).
Η ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού και την ανάπτυξή του ανήκει, κατά κύριο λόγο, στους γονείς ή τους νόμιμους εκπροσώπους του. Το συμφέρον του παιδιού πρέπει να αποτελεί τη βασική τους μέριμνα. Για την εγγύηση της παραπάνω αρχής, τα Συμβαλλόμενα Κράτη παρέχουν την κατάλληλη βοήθεια στους γονείς κατά την επιτέλεση των καθηκόντων τους για την ανατροφή του παιδιού και εξασφαλίζουν τη δημιουργία οργανισμών για την ευημερία των παιδιών και υπηρεσιών φύλαξης παιδιών που οι γονείς τους εργάζονται (άρθρο 18).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα, προκειμένου να προστατέψουν το παιδί από κάθε μορφή βίας, προσβολής ή βιαιοπραγιών -σωματικών ή πνευματικών- εγκατάλειψης ή παραμέλησης, κακής μεταχείρισης ή εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας. Στα προστατευτικά μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνεται η εκπόνηση κοινωνικών προγραμμάτων για την υποστήριξη των παιδιών, καθώς και η ανάπτυξη υπηρεσιών και προγραμμάτων, που θα διευκολύνουν την αναφορά των περιστατικών, την παραπομπή, την ανάκριση, τη δικαστική παρέμβαση, την περίθαλψη και την παρακολούθηση της εξέλιξης των περιπτώσεων κακής μεταχείρισης παιδιών (άρθρο 19).
Κάθε παιδί που στερείται προσωρινά ή οριστικά το οικογενειακό του περιβάλλον ή δεν είναι δυνατό να παραμείνει στο περιβάλλον αυτό για το δικό του συμφέρον, δικαιούται ειδική προστασία και βοήθεια εκ μέρους του κράτους. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη προβλέπουν γι' αυτό το παιδί ειδική επιμέλεια, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή της τοποθέτησης σε μια οικογένεια, της υιοθεσίας ή της τοποθέτησης σε κατάλληλο ίδρυμα για παιδιά. Κατά την επιλογή ανάμεσα σ' αυτές τις λύσεις, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη εκπαίδευσης του παιδιού, καθώς και η εθνική, θρησκευτική, πολιτιστική ή γλωσσολογική καταγωγή του (άρθρο 20).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη που προβλέπουν την υιοθεσία οφείλουν να διασφαλίζουν το συμφέρον του παιδιού και να αναπτύσσουν αρμόδιες αρχές, οι οποίες συγκεντρώνουν αξιόπιστες πληροφορίες και αποφασίζουν για την καταλληλότητα της λύσης της υιοθεσίας, ανάλογα με την κάθε περίπτωση (άρθρο 21).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου ένα παιδί που θέλει να αποκτήσει το νομικό καθεστώς του πρόσφυγα ή θεωρείται πρόσφυγας, βάσει των κανόνων του διεθνούς και εθνικού δικαίου, να χαίρει της κατάλληλης προστασίας και ανθρωπιστικής βοήθειας. Για το σκοπό αυτό, τα Συμβαλλόμενα Κράτη συνεργάζονται με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και με άλλους αρμόδιους οργανισμούς, προκειμένου να βοηθήσουν τα παιδιά αυτά και να μεριμνήσουν για την επανένωση των οικογενειών τους (άρθρο 22).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι τα πνευματικά ή σωματικά ανάπηρα παιδιά πρέπει να ζουν μια πλήρη και αξιοπρεπή ζωή, σε συνθήκες που εγγυώνται την αξιοπρέπειά τους, ευνοούν την αυτονομία τους και διευκολύνουν την ενεργό συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή. Τα ανάπηρα παιδιά και οι οικογένειές τους πρέπει να τυγχάνουν ειδικής φροντίδας, σχεδιασμένης έτσι ώστε τα ανάπηρα παιδιά να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, την περίθαλψη, την αποκατάσταση, την επαγγελματική εκπαίδευση και τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Η εξειδικευμένη βοήθεια πρέπει να παρέχεται δωρεάν ή με τη μικρότερη οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών (άρθρο 23).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού να απολαμβάνει το καλύτερο δυνατό επίπεδο υγείας και να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και αποκατάστασης. Για την πλήρη εφαρμογή του δικαιώματος αυτού, τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να παίρνουν μέτρα για τη μείωση της παιδικής θνησιμότητας, να δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη της στοιχειώδους περίθαλψης, να αγωνίζονται κατά της ασθένειας και της κακής διατροφής, να εξασφαλίζουν στις μητέρες κατάλληλη περίθαλψη πριν και μετά τον τοκετό, να φροντίζουν για την ενημέρωση των γονέων και των παιδιών για τα θέματα υγείας και υγιεινής και να αναπτύσσουν την προληπτική ιατρική φροντίδα (άρθρο 24).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν στο παιδί που τοποθετήθηκε σε μια οικογένεια, με σκοπό την παροχή φροντίδας, προστασίας ή θεραπείας, το δικαίωμα σε μια περιοδική αναθεώρηση της παραπάνω απόφασης σχετικά με την τοποθέτησή του (άρθρο 25).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν σε κάθε παιδί το δικαίωμα να επωφελείται από την κοινωνική πρόνοια. Τα ωφελήματα πρέπει να δίνονται αφού ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, η οικονομική κατάσταση του παιδιού και της οικογένειάς του (άρθρο 26).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε παιδιού για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του. Για το λόγο αυτό, υιοθετούν τα κατάλληλα μέτρα υποστήριξης των οικογενειών που δυσκολεύονται να εφαρμόσουν το δικαίωμα αυτό, μέσω της παροχής υλικής βοηθείας, κυρίως σε θέματα διατροφής, ρουχισμού και στέγασης (άρθρο 27).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα του παιδιού στην εκπαίδευση, φροντίζοντας, παράλληλα, για την άσκηση του δικαιώματος αυτού στη βάση της ισότητας των ευκαιριών. Για το λόγο αυτό, καθιστούν τη στοιχειώδη εκπαίδευση υποχρεωτική και δωρεάν για όλους, αναπτύσσουν τη δευτεροβάθμια και την επαγγελματική εκπαίδευση, επεκτείνουν τις δράσεις ενημέρωσης και τον επαγγελματικό προσανατολισμό, παίρνουν μέτρα για τη μείωση του ποσοστού των παιδιών που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και εργάζονται για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού σε παγκόσμιο επίπεδο (άρθρο 28).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη συμφωνούν ότι η εκπαίδευση του παιδιού πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και στην πληρέστερη δυνατή ανάπτυξη των χαρισμάτων του και των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του. Η εκπαίδευση του παιδιού πρέπει να αποσκοπεί στην προετοιμασία του για μια υπεύθυνη ζωή, σε μια ελεύθερη κοινωνία, μέσα σε πνεύμα κατανόησης, ειρήνης, ισότητας των φύλων και φιλίας ανάμεσα σ' όλους τους λαούς (άρθρο 29).
Στα Κράτη όπου υπάρχουν εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, ένα παιδί που ανήκει σε μία μειονότητα δεν πρέπει να στερείται το δικαίωμα να έχει τη δική του πολιτιστική ζωή, να πρεσβεύει και να ασκεί τη δική του θρησκεία και να χρησιμοποιεί τη δική του γλώσσα (άρθρο 30).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν στο παιδί το δικαίωμα στην ανάπαυση και στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, στην ενασχόληση με ψυχαγωγικά παιχνίδια και στην ελεύθερη συμμετοχή στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή (άρθρο 31).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν νομοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα για την προστασία του παιδιού από την οικονομική εκμετάλλευση και από την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας που ενέχει κινδύνους ή που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εκπαίδευσή του ή να βλάψει την υγεία του ή τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική ή κοινωνική ανάπτυξή του. Για το λόγο αυτό, τα Συμβαλλόμενα Κράτη ορίζουν το κατώτατο όριο ηλικίας για την είσοδο στην εργασία και ρυθμίζουν αναλόγως τα ωράρια και τις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων παιδιών (άρθρο 32).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά μέτρα για να προστατέψουν τα παιδιά από τη χρήση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και για να εμποδίσουν τη χρησιμοποίηση των παιδιών στην παραγωγή και τη διακίνηση των ουσιών αυτών (άρθρο 33).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατέψουν τα παιδιά από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής βίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσουν την παρακίνηση ή τον εξαναγκασμό των παιδιών σε παράνομη σεξουαλική δραστηριότητα, την εκμετάλλευση των παιδιών για πορνεία και την εκμετάλλευση των παιδιών για την παραγωγή υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα (άρθρο 34).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα σε εθνικό, διμερές και διεθνές επίπεδο για να εμποδίσουν την απαγωγή, την πώληση ή το δουλεμπόριο παιδιών, για οποιονδήποτε σκοπό και με οποιαδήποτε μορφή (άρθρο 35).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να προστατεύουν το παιδί από κάθε άλλη μορφή εκμετάλλευσης, επιβλαβή για οποιαδήποτε πλευρά της ευημερίας του (άρθρο 36).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη επαγρυπνούν ώστε κανένα παιδί να μην υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε άλλες σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές τιμωρίες. Θανατική ποινή ή ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα απελευθέρωσης δεν πρέπει να επιβάλλονται για παραβάσεις που έχουν διαπράξει άτομα κάτω των δεκαοκτώ ετών. Επιπλέον, κανένα παιδί δεν πρέπει να στερείται την ελευθερία του κατά τρόπο παράνομο ή αυθαίρετο. Η σύλληψη, κράτηση ή φυλάκιση ενός παιδιού πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέτρο και να έχει τη μικρότερη δυνατή χρονική διάρκεια. Κάθε παιδί που στερείται την ελευθερία του πρέπει να αντιμετωπίζεται με ανθρωπισμό και κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ηλικίας του. Ειδικότερα, κάθε παιδί που στερείται την ελευθερία του πρέπει να χωρίζεται από τους ενήλικες κρατούμενους και να έχει το δικαίωμα να διατηρεί επαφή με την οικογένειά του. Τα παιδιά που στερούνται την ελευθερία τους πρέπει να έχουν το δικαίωμα για ταχεία πρόσβαση σε νομική συμπαράσταση και για ταχεία λήψη δικαστικής απόφασης (άρθρο 37).
Σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης, τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα κάτω των δεκαπέντε ετών δε θα συμμετέχουν σε εχθροπραξίες. Επιπλέον, παίρνουν όλα τα δυνατά μέτρα για την προστασία και φροντίδα των παιδιών που θίγονται από την ένοπλη σύρραξη (άρθρο 38).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνουν τη σωματική και ψυχολογική ανάρρωση και την κοινωνική επανένταξη κάθε παιδιού θύματος οποιασδήποτε μορφής παραμέλησης, εκμετάλλευσης ή κακοποίησης, βασανισμού ή σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή ένοπλης σύρραξης (άρθρο 39).
Κάθε παιδί ύποπτο ή κατηγορούμενο για παράβαση του ποινικού νόμου πρέπει να θεωρείται αθώο μέχρι να αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του, πρέπει να ενημερώνεται, χωρίς καθυστέρηση, για τις εναντίον του κατηγορίες και να έχει νομική συμπαράσταση κατά την προετοιμασία και παρουσίαση της υπεράσπισής του. Να κρίνεται η υπόθεσή του χωρίς καθυστέρηση από μια αρμόδια και αμερόληπτη αρχή ή δικαστικό σώμα. Να μην υποχρεώνεται να καταθέσει ως μάρτυρας ή να ομολογήσει την ενοχή του. Εάν κριθεί ότι παρέβη το νόμο να μπορεί να προσφύγει κατά της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης. Να έχει τη δωρεάν βοήθεια ενός διερμηνέα, σε περίπτωση που δεν κατανοεί τη γλώσσα. Να αντιμετωπίζεται η προσωπική του ζωή με απόλυτο σεβασμό σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Επιπλέον, τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα πρέπει να θεσπίσουν ένα ελάχιστο όριο ηλικίας κάτω από το οποίο τα παιδιά θα θεωρούνται ότι δεν έχουν την ικανότητα παράβασης του ποινικού νόμου. Θα πρέπει, όπου είναι εφικτό, να θεσπίσουν μέτρα για την αντιμετώπιση των υποθέσεων παράβασης του ποινικού νόμου χωρίς την προσφυγή των παιδιών στη δικαιοσύνη, με τη χρήση του θεσμού της επιμέλειας και της τοποθέτησης σε οικογένεια και να αναπτύξουν προγράμματα γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, τα οποία εγγυώνται την ευημερία των παιδιών που έχουν παραβεί τον ποινικό νόμο (άρθρο 40).
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν να κάνουν ευρέως γνωστές, τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά, τις αρχές και τις διατάξεις της Σύμβασης. Για να διασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τα Συμβαλλόμενα Κράτη, συγκροτείται Επιτροπή για τα δικαιώματα του παιδιού, στην οποία συμμετέχουν εμπειρογνώμονες που εκλέγονται από τα Συμβαλλόμενα Κράτη. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υποβάλλουν στην Επιτροπή εκθέσεις, σχετικά με τα μέτρα που έχουν υιοθετήσει για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων που ορίζει η Σύμβαση, καθώς και σχετικά με την πρόοδο που σημειώθηκε ως προς την απόλαυση αυτών των δικαιωμάτων. Τέλος, η Επιτροπή για τα δικαιώματα του παιδιού συγκεντρώνει τις εκθέσεις των Συμβαλλόμενων Κρατών, έχει το δικαίωμα να τους κάνει υποδείξεις και συστάσεις και υποβάλλει, κάθε δύο χρόνια, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το γενικό πόρισμα για την πορεία των ενεργειών προς την κατεύθυνση της προάσπισης των δικαιωμάτων του παιδιού (άρθρα 41-45).
Περισσότερες πληροφορίες για τα δικαιώματά σου μπορείς να αντλήσεις από το δικτυακό τόπο της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη - Κύκλος Δικαιωμάτων του Παιδιού www.0-18.gr, όπου μπορείς και να υποβάλεις καταγγελία σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων σου (τηλεφ. γραμμή χωρίς χρέωση 800 11 32000). Επίσης, μπορείς να βρεις το πλήρες κείμενο της Σύμβασης στο βιβλίο της Α. Πιτσελά Δίκαιο Ανηλίκων: Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής, εκδ. Σάκκουλας, 2001.
|