Γιατί είμαι βίαιος/η;
Η αγάπη και το μίσος είναι στοιχεία που δημιουργούν και καθοδηγούν τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτά εμπεριέχουν την επιθετικότητα.
Στην εφηβεία, η επιθετικότητα μπορεί, φυσιολογικά, να εντάσσεται στο πλαίσιο της επιθυμίας του νέου ή της νέας, να διαχωριστεί από τους γονείς του συναισθηματικά, πνευματικά και ηθικά. Στο πλαίσιο του να δημιουργήσει το δικό του νόημα για τη ζωή, του να βρει τις δικές του αξίες.
Η επιθετικότητα του νέου καλύπτει ένα μήνυμα, που χρειάζεται να αποκωδικοποιηθεί και από τις δυο πλευρές. Δηλαδή, από την πλευρά του εφήβου, ο οποίος μπορεί να μην έχει σκεφτεί για ποιους λόγους αντιδρά με επιθετικότητα, αλλά και από την πλευρά του περιβάλλοντος, αν αυτό θέλει να έχει μια σχέση με τον έφηβο. Καλό είναι αυτοί που περιβάλλουν τους νέους να συζητούν μαζί τους
για τη συμπεριφορά τους και, κυρίως, να σκέφτονται πως θ' απαντήσουν στην επιθετικότητά τους.
Έστω ότι οι γονείς σας (ή κάποιος από το περιβάλλον σας) ψάχνουν τα προσωπικά σας αντικείμενα (π.χ. το ημερολόγιό σας) ή πετούν τα ρούχα σας, γιατί δεν τους αρέσει ο τρόπος που ντύνεστε. Πώς ερμηνεύεται αυτό;
Όταν αρχίζει η συναισθηματική ή και η σεξουαλική ζωή, ο νέος αισθάνεται την εισβολή ως ακατονόμαστη βία. Αυτή η εισβολή είναι ένα σημάδι αδυναμίας του περιβάλλοντος ή των γονιών να πουν αυτό που τους ανησυχεί. Στην περίπτωση που οι γονείς δεν μπορούν να μιλήσουν γι' αυτό, προκαλέστε εσείς τη συζήτηση.
Αν δεν υπάρξει συζήτηση και ο νέος απαντήσει με επιθετικότητα, τότε βιώνει ένα συναίσθημα απογοήτευσης, από την εισβολή των γονιών στην προσωπική του ζωή.
Στην ηλικία αυτή, είναι αναγκαίο να τεθούν οι κανόνες και τα όρια με επιχειρήματα, ώστε να ξέρει ο νέος, ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κινείται.
Η εισβολή στον προσωπικό χώρο του άλλου αφορά σ' ένα περιβάλλον που δεν είναι επαρκώς σταθερό συναισθηματικά, δηλαδή, δεν έχει συγκεκριμένους κανόνες και όρια και έτσι επιτρέπει την εισβολή. Αντίθετα, ένα επαρκώς σταθερό συναισθηματικά περιβάλλον επιτρέπει στους νέους, αφ' ενός, να μην αισθάνονται έντονες απογοητεύσεις και αφ' ετέρου, να βρίσκουν άλλες διεξόδους για να εκφράσουν την επιθετικότητά τους (π.χ. μέσα από εξωσχολικές δραστηριότητες ή στο παιχνίδι).
Η απουσία του οικογενειακού νόμου ή η διαστροφή του γίνεται αιτία να περάσει ο νέος στην παραβίαση των νόμων της κοινωνίας και έτσι, να γνωρίσει τα όρια που δε γνώρισε στην παιδική του ηλικία, με πολύ σκληρό τρόπο.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν η επιθετικότητα παίρνει διαστάσεις παθολογικής αντίδρασης - βίας; Όταν, δηλαδή, γίνεται δράση ενάντια σε κάποιον ή στη θέλησή του, χρησιμοποιώντας τη δύναμη ή τον εκφοβισμό;
Έχουμε αναφέρει, πως στην εφηβεία υπάρχει μέσα μας σύγκρουση ανάμεσα στην ιδανική εικόνα που έχουμε για μας και την πραγματική. Η ιδανική εικόνα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ναρκισσισμό, δηλαδή, με την αγάπη προς τον εαυτό μας και με το πώς το περιβάλλον μάς έχει μάθει να τον αγαπάμε.
Το άτομο που θίγεται ή ντρέπεται εύκολα είναι, συχνά, κάποιος που ζει κάτω από την κυριαρχία του «όλα ή τίποτα», του άσπρου ή του μαύρου. Πότε, δηλαδή, βιώνει τον εαυτό του ως παντοδύναμο και εξαιρετικό, ικανό για όλα, πότε ως άχρηστο ή ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα, ούτε καν την αγάπη του εαυτού του. Δεν είναι άτομο που έχει εσωτερική συνοχή και που ό,τι κι αν του συμβεί μπορεί να αισθάνεται ένα ελάχιστο αίσθημα ασφάλειας και αγάπης προς τον εαυτό του, πράγμα που σημαίνει πως έχει λάβει από το περιβάλλον επαρκή επιβεβαίωση. Η άσκηση βίας εγγράφεται, λοιπόν, σε μια διαδικασία αυτοερεθισμού του ατόμου να πράξει, ώστε να κρατήσει τη συνοχή του εαυτού του.
Ένα άτομο που δεν αγαπά τον εαυτό του, απαντά σε κάποιον ή σε κάτι που τον θίγει, είτε με απόσυρση (ντροπή-φυγή), είτε με μανία προς τον άλλον (βία-μάχη).
Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που ντρέπεται εύκολα, είναι γιατί διαταράσσεται μέσα του η χωρίς όρια επίδειξη ενός υπερβολικού εγώ. Κατ' αυτόν τον τρόπο, όταν ντρέπεται και προσπαθεί να διευθετήσει με εσωτερικό έλεγχο την κατάσταση και όταν αυτό γίνεται συνέχεια, οδηγείται στην κατάθλιψη.
Στη δεύτερη περίπτωση, η βία δηλώνει, πάντα, εσωτερική αδυναμία να αντέξουμε ψυχικά και να αντιμετωπίσουμε πνευματικά και λεκτικά, αυτό που έρχεται από τον άλλο. Η επιθυμία να μετατραπεί μια παθητική εμπειρία σε ενεργητική, δηλαδή, η σαδιστική ένταση που βιώνει ένα άτομο, έχει να κάνει, συχνά, με το σαδισμό που υπέστη από το περιβάλλον του ως παιδί. Το βασικό πρόβλημα σ' αυτόν που θίγεται εύκολα από τα λόγια ή τις πράξεις του άλλου, αφορά στην αγάπη που έχει για τον εαυτό του και σε μια αίσθηση παντοδυναμίας ενός υπερβολικού εγώ. Κάποιος, δηλαδή, με τα λόγια του ή τις πράξεις του χτυπά ή όχι το συναίσθημα αγάπης προς τον εαυτό, εκείνου που δέχεται το χτύπημα.
Αυτά, ίσως, μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε την ευκολία με την οποία ένα άτομο επιρρεπές στη ντροπή και την προσβολή, αντιδρά σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να προκαλέσει απλά ντροπή, επιβάλλοντας ενεργητικά στους άλλους το είδος της προσβολής, που φοβάται περισσότερο (όπως ο μύθος με την αλεπού που αφού έκοψε την ουρά της ήθελε να κόψει και των άλλων).
Να πούμε, εδώ, πως δεν ισχύει, ότι κάποιος δεν μπορεί να εκφραστεί και γι' αυτό ασκεί σωματική ή ψυχική βία. Ισχύει ότι κάποιος προσβάλλεται, τόσο βαθιά, που ασκεί βία, είτε έχει ευχέρεια στην έκφραση, είτε όχι. Λέμε προσβάλλεται βαθιά, για να εννοήσουμε πως η προσβολή λαμβάνεται ως ικανή να αμφισβητήσει την αγάπη, που έχει κάποιος για τον εαυτό του. Μάλιστα, οι συγγραφείς αναφέρουν, πως στους ανθρώπους που ασκούν βία, η ικανότητα της σκέψης, παρ' ότι είναι εντελώς υπό την επήρεια της συγκίνησης, μένει ανεπηρέαστη και οξυμμένη.
Στην ομάδα, επίσης, η συνοχή δημιουργείται και διατηρείται όχι μόνο από μια ιδανική εικόνα που έχουν τα μέλη μεταξύ τους για την ομάδα τους, αλλά και από τη συμμετοχή σε μια μεγαλομανιακή ιδέα του καθένα, για ένα εγώ που τα καταφέρνει όλα. Έτσι, ορισμένοι αρχηγοί ομάδων χρησιμοποιούν βίαια την εξουσία τους για να σας τραβήξουν σε ύποπτες ιστορίες, παράνομες πολλές φορές, σα να επρόκειτο για ηρωικές πράξεις. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, είναι πολύ πιο ηρωικό να αντισταθείτε και να εγκαταλείψετε την ομάδα.
Στη σημερινή εποχή, η αγάπη της οικογένειας εκδηλώνεται, κυρίως, με την προσφορά υλικών αγαθών και όχι με τη συναισθηματική παρουσία ή την πνευματική επικοινωνία. Έτσι, η οικογένεια, ορισμένες φορές, δε βοηθά το νέο να αποκτήσει επαρκή εμπιστοσύνη και συνοχή στον εαυτό του, ώστε να ανταπεξέλθει στις πιέσεις που δέχεται απ' τον έξω κόσμο. Ενδεχομένως, ο νέος, ο οποίος έχει ό,τι επιθυμεί εδώ και τώρα, δε στερείται, αλλά, δημιουργεί μέσα του μια ψευδή εικόνα πληρότητας και παντοδυναμίας. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι πιο εύκολο να ασκήσει βία ή να πέσει σε κατάθλιψη, όταν συναντά κάτι που τον θίγει ή τον απογοητεύει.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αντιμετώπιση της εικονικής πραγματικότητας (video-games, internet). Όταν ο νέος έχει μεγαλώσει σ' ένα περιβάλλον όπου οι γονείς διατηρούσαν μια σχέση με το συναισθηματικό τους κόσμο και αντάλλασσαν συναισθήματα και εμπειρίες μέσω του λόγου, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να έχει μια βασική σιγουριά στον εαυτό του. Τότε, μπορεί να διαχωρίσει το φανταστικό κόσμο της εικονικής πραγματικότητας, τις δυνατότητες και τις ικανότητες που έχει μέσα σ' αυτήν, καθώς και τον περιορισμό τους στα πλαίσια της πραγματικότητας. Αν, όμως, πρόκειται για ένα νέο που το περιβάλλον του δε τον βοήθησε, είναι πιθανόν να συγχέει τα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας, όπως συγχέει και τα δικά του όρια. Τότε, θίγεται εύκολα από τις πράξεις ή τα λόγια των άλλων και μπορεί να οδηγηθεί σε πράξεις βίας ή στην κατάθλιψη.
Ο στόχος στη δόμηση της προσωπικότητας είναι να γίνουν ο νέος και η νέα ικανοί να επωφελούνται όλο και περισσότερο από το ένστικτο. Αυτό σημαίνει, να γίνουν όλο και περισσότερο ικανοί να αναγνωρίζουν την ωμότητα και την προσωπική τους λαιμαργία. Τότε μόνο μπορούν να ελέγχουν το ένστικτό τους και να το μετατρέπουν σε πολιτισμικές δραστηριότητες. Εννοούμε τις δραστηριότητες του πολιτισμού, τις τέχνες ή τον αθλητισμό. Αυτά θα επιτρέψουν να εκλείψει η βία, η οποία θα μετατραπεί σε ώριμη επίθεση. Έτσι θα αυξηθεί, σιγά-σιγά, η εκτίμηση του εαυτού και ο νέος θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τους στόχους και τις φιλοδοξίες του.
Τέλος, απέναντι σε ό,τι πράττει ο νέος ή η νέα καλό είναι να εκτιμά όχι τόσο το ταλέντο, αλλά τη μάχη πίσω από κάθε επιτυχία, ακόμα και μικρή.
|